- ασχημίζω
- 1. μετ. делать некрасивым, портить, уродовать;2. αμετ. см. ασχημαίνω 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασχημίζω — ασχημίζω, ασχήμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ασχημαίνω – ασχημίζω : το ασχημίζω έχει κυρίως ενεργητική αξία (→ κάνω κάτι ή κάποιον άσχημο), ενώ το ασχημαίνω σημαίνει και → κάνω άσχημο και → γίνομαι ή φαίνομαι άσχημος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασχημίζω — και ασκημίζω ισα 1. μτβ., κάνω κάτι άσχημο: Αυτό το έπιπλο ασχημίζει τη σάλα. 2. αμτβ., γίνομαι άσχημος: Το κορίτσι μας όσο μεγαλώνει ασχημίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασχημίζω — και ασκημίζω (Μ ασχημίζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άσχημο, δύσμορφο, ασχημαίνω 2. γίνομαι άσχημος 3. υποβιβάζω ηθικά … Dictionary of Greek
ασκημίζω — και ασχημίζω (Μ ἀσχημίζω) 1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου 2. κάνω κάποιον να χάσει την ομορφιά του … Dictionary of Greek
ασχημαίνω — ασχημαίνω, ασχήμυνα βλ. πίν. 47 Σημειώσεις: ασχημαίνω – ασχημίζω : το ασχημίζω έχει κυρίως ενεργητική αξία (→ κάνω κάτι ή κάποιον άσχημο), ενώ το ασχημαίνω σημαίνει και → κάνω άσχημο και → γίνομαι ή φαίνομαι άσχημος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
αμορφύνω — ἀμορφύνω (Α) [ἄμορφος] κάνω κάτι άμορφο, τό ασχημίζω … Dictionary of Greek
αμορφώ — ἀμορφῶ ( όω) (Μ) [ἄμορφος] κάνω κάτι κακόμορφο, δύσμορφο, τό ασχημίζω … Dictionary of Greek
ασχημαίνω — και ασκημαίνω 1. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω 2. γίνομαι άσχημος 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές εκδηλώσεις) χειροτερεύω, υποβιβάζομαι … Dictionary of Greek
επαισχύνομαι — ἐπαισχύνομαι (AM) (αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.) αρχ. 1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.) 2. (με… … Dictionary of Greek